Σημαντικά είναι τα στοιχεία που αφορούν τη δυναμική του κτιριακού τομέα στην ανάπτυξη των εφαρμογών Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), σύμφωνα με το σχετικό οδικό χάρτη (REmap) που δημοσιεύτηκε σε πρόσφατη (2016) μελέτη του Παγκόσμιου Οργανισμού IRENA (International Renewable Energy Agency, www.irena.org/remap), με συμμετοχή και στοιχεία από 40 χώρες από όλο τον κόσμο. Όπως σημειώνεται, τα κτίρια παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη δυναμική για την αύξηση της χρήσης ΑΠΕ, κυρίως ως αποτέλεσμα της επέκτασης χρήσης σύγχρονων εφαρμογών βιομάζας και της μεγαλύτερης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, η προμήθεια της οποίας γίνεται σε αυξανόμενο ρυθμό από ΑΠΕ.
Πιο συγκεκριμένα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός IRENA αναγνωρίζει το σημαντικό ρόλο του κτιριακού τομέα στην παγκόσμια κατανάλωση τελικής ενέργειας (TFEC), έχοντας μερίδιο περί το ένα τρίτο (1/3), όπου ποσοστό περίπου 33% είναι για θέρμανση, 30% για μαγείρεμα, 20% για ζεστό νερό χρήσης και 2% για ψύξη, με το ποσοστό αυτό να αναμένεται να φτάσει το 6% το 2030. Το ποσοστό συμμετοχής των ΑΠΕ στη ζήτηση ενέργειας ήταν περίπου 35% το 2010, με το μεγαλύτερο μέρος αυτού, περίπου 60%, να αποδίδεται σε «παραδοσιακές μορφές» που αφορούν τη χρήση βιοενέργειας για θέρμανση και μαγείρεμα, κυρίως σε χώρες της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής.
Έτσι, η παγκόσμια κατανάλωση ΑΠΕ στα κτίρια το έτος 2010 ήταν περίπου 40ΕJ (40 δισεκατομμύρια δισεκατομμυρίων Joule), από τα οποία τα περίπου 25EJ προέρχονταν από στερεά βιοκαύσιμα (π.χ. ξυλεία) για παραδοσιακές χρήσεις θέρμανσης και μαγειρέματος και περίπου 15EJ από «μοντέρνες» ΑΠΕ (άλλα στερεά βιοκαύσιμα (π.χ. βιομάζα), υγρά/αέρια βιοκαύσιμα, ηλιακά θερμικά, γεωθερμία, ΑΠΕ για ηλεκτροπαραγωγή, συστήματα τηλεθέρμανσης και εκμετάλλευσης πλεονάζουσας ή απορριπτέας θερμότητας κτλ).
Το ποσό αυτό θα μπορούσε να υπερτριπλασιαστεί σε πάνω από 50EJ με την υλοποίηση πρωτοβουλιών περαιτέρω ανάπτυξης ΑΠΕ (“RE Options”) ανά χώρα, πέραν της συνέχισης της τρέχουσας κατάστασης “reference case”), όπως φαίνεται και στην Εικόνα 1 που αναλύει την κατανομή ΑΠΕ στη χρήση ενέργειας σε παγκόσμιο επίπεδο στον κτιριακό τομέα (πηγή: IRENA Remap, σελ. 77), παρουσιάζοντας 3 περιπτώσεις:
- η κατάσταση όπως είχε διαμορφωθεί το 2010
- η κατάσταση με τη διατήρηση των σημερινών ρυθμών ανάπτυξης (reference case) τo 2030
- με την υλοποίηση περαιτέρω πρακτικών (ανά χώρα) ανάπτυξης ΑΠΕ (Remap 2030)
Η έκθεση σημειώνει επίσης ότι οι ενεργειακές πολιτικές επικεντρώνονται συνήθως περισσότερο στην ηλεκτρική ενέργεια ενώ η θέρμανση λαμβάνει λιγότερο προσοχή. Έτσι, μόλις 50 χώρες έχουν σαφή πολιτική ενίσχυσης για χρήση θερμότητας από ανανεώσιμες πηγές, ενώ 120 χώρες έχουν ανάλογες πολιτικές για την ηλεκτρική ενέργεια που περιλαμβάνουν επιδοτήσεις κεφαλαίου, αγοραπωλησία ηλεκτρικής ενέργειας (feed-in tariff), εκπτώσεις και εξαιρέσεις από φόρους, δάνεια με ευνοϊκούς όρους, εγγυήσεις και φόρους άνθρακα. Ωστόσο, όπως συνεχίζει η έκθεση, υπάρχουν ευκαιρίες για την ανάπτυξη εφαρμογών παραγωγής θερμότητας από ΑΠΕ στα κτίρια, που εξαρτώνται από την τοποθεσία, την ποιότητα και ποσότητα των πηγών ενέργειας. Έτσι, εναλλακτικές λύσεις όπως η χρήση βιοενέργειας (βιομάζας, βιοαερίου) και η ηλιακή θέρμανση, μπορούν να είναι ανταγωνιστικές σε κόστος σε σχέση με άλλες πηγές στις κατάλληλες συνθήκες.
Επιπλέον, η έκθεση αναγνωρίζει τον καταλυτικό ρόλο της ενεργειακής αποδοτικότητας και των συνεργιών με τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η έννοια της ενεργειακής αποδοτικότητας είναι άμεσα συνυφασμένη με την παροχή και τροφοδοσία πρωτογενούς ενέργειας (καυσίμων), π.χ. κατανάλωση πετρελαίου ή μορφών άνθρακα για παραγωγή ενέργειας. Η έκθεση σημειώνει ότι το 2010 η συμμετοχή των ανανεώσιμων πηγών στο παγκόσμιο ενεργειακό μίγμα πρωτογενούς ενέργειας ήταν της τάξης του 10%, με τη δυνατότητα να αυξηθεί σε 25% το 2030. Ωστόσο, βελτιώνοντας την ενεργειακή αποδοτικότητα, το ποσοστό αυτό μπορεί να αυξηθεί σε 30%. Έτσι, η έκθεση, τονίζει ότι είναι πολύ ζωτικής σημασίας η εστίαση στην ενεργειακή αποδοτικότητα μαζί με την ανάπτυξη ΑΠΕ ώστε να αυξηθεί περαιτέρω το επίπεδο διείσδυσης αυτών.
Ειδικότερα για τον κτιριακό τομέα, η έκθεση σημειώνει ότι μπορούν να προκύψουν πολύ σημαντικά ενεργειακά κέρδη, ειδικά σε νέα κτίρια. O κανονισμός της ΕΕ για Κτίρια Σχεδόν Μηδενικής Ενεργειακής Κατανάλωσης (Nearly Zero Energy Buildings-nZEB) που θα τεθεί σε ισχύ στο τέλος της δεκαετίας μπορεί να συμβάλλει επίσης σημαντικά στην ενίσχυση της ενεργειακής αποδοτικότητας.
Η έκθεση ωστόσο τονίζει ότι ενώ τα κέρδη από την αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας είναι σαφώς εφικτά, δεν πρόκειται να πραγματοποιηθούν αυτόματα. Συγκεκριμένα, η μετάβαση προς πιο ενεργειακά αποδοτικές πρακτικές είναι σε εξέλιξη σε σημαντικό βαθμό σε σταθμούς παραγωγής ενέργειας, αλλά υστερεί ακόμη στον τομέα των κτιρίων, της βιομηχανίας και των μεταφορών. Σημειώνεται ότι για την Ευρώπη, τα οφέλη από τα κτίρια nZEB στην Ευρώπη πιθανότητα να περιοριστούν στα νέα κτίρια υπό ανέγερση και σε έναν μικρό αριθμό κτιρίων που υφίστανται ανακατασκευή. Ωστόσο, σε παγκόσμια κλίμακα, χώρες που εμφανίζουν μεγαλύτερους ρυθμούς κατασκευής νέων κτιρίων μπορούν να εφαρμόσουν προηγμένες μορφές αρχιτεκτονικής πιο εύκολα και η υιοθέτηση πρακτικών-προτύπων, ανάλογων με αυτές των nZEB της ΕΕ, μπορούν να βελτιώσουν σημαντικά την ενεργειακή αποδοτικότητα.
Καταλήγοντας η έκθεση αναφορικά με τις συνέργειες ΑΠΕ και ενεργειακής αποδοτικότητας, προτείνει την υιοθέτηση αυστηρών πρακτικών για την ενεργειακή αποδοτικότητα στα κτίρια και την αύξηση των ρυθμών ανακατασκευής/ανακαίνισης υφιστάμενων κτιρίων τα οποία προωθούν τη χρήση ΑΠΕ για ψύξη και θέρμανση. Επιπλέον, προτείνει την εστίαση στη χρήση ΑΠΕ για τη διαχείριση της ζήτησης ενέργειας, όταν καλυφθούν οι στόχοι της απόδοσης, μαζί με τη χρήση βιοενέργειας, θερμικών ηλιακών συστημάτων και αντλιών θερμότητας.
Πηγή: b2green.gr
[su_box title=”Πληροφορίες”]
Το άρθρο έγραψε για το ΙΝΖΕΒ ο Δρ. Φώτης Στεργιόπουλος
Επικ. Καθηγητής Τμ. Μηχανικών Αυτοματισμού
ΤΕΙ Θεσ/κης.
[/su_box]