«Φως στο τούνελ» για τα φωτοβολταϊκά

φωτοβολταϊκά

Σχεδόν τα 2/3 του διεθνούς επενδυτικού κεφαλαίου στον τομέα της ενέργειας διατέθηκε το 2018 για τις έρευνες εξόρυξης υδρογονανθράκων, ενώ η χρηματοδότηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας σημείωσε πτώση της τάξης του 1%, όπως μας πληροφορεί ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ).


Ωστόσο η εξέλιξη των ΑΠΕ δεν σταματά, παρά τα σκαμπανεβάσματα στις διεθνείς αγορές και καλά παραδείγματα υπάρχουν: Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, παρά τα προβλήματα που ακόμα κυριαρχούν στην εγχώρια αγορά, «η αγορά φωτοβολταϊκών ξανακάνει δυναμικά την εμφάνισή της στην Ελλάδα», στην Ισπανία οι επενδύσεις σε καθαρή ενέργεια τριπλασιάστηκαν κατά το πρώτο εξάμηνο του 2019 και στην Ινδία –για να βγούμε από τα ευρωπαϊκά σύνορα– αυξήθηκαν κατά 10% αγγίζοντας τα 9,5 δισ. δολάρια.

Αυτό δεν σημαίνει ότι τα βήματα παγκοσμίως είναι ικανοποιητικά, σε Ευρώπη και ΗΠΑ, τη στιγμή που οι τιμές των ηλιακών φωτοβολταϊκών μονάδων μειώθηκαν κατά περίπου 80% από το τέλος του 2009 και των αιολικών κατά 30%-40% σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (IRENA).

Πάμε να δούμε τα του οίκου μας. Ο Δρ. Σωτήρης Καπέλλος, πρόεδρος του Συνδέσμου Εταιρειών Φωτοβολταϊκών (ΣΕΦ) έχει τον λόγο:

«Πρέπει να γίνει κάθε προσπάθεια από όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις του παρελθόντος, που οδήγησαν στο πάγωμα της αγοράς την περίοδο 2013‐2017.

Η αλήθεια βέβαια είναι πως σήμερα δεν κινδυνεύουμε τόσο από μια υπερθέρμανση της αγοράς. Παλιά ήταν οι υψηλές τιμές πώλησης που οδήγησαν σε υπερθέρμανση και κατάρρευση της αγοράς.

Σήμερα οι τιμές έχουν εξορθολογιστεί και η πλειοψηφία των νέων έργων γίνεται πλέον με τιμές κάτω από την τιμή της χονδρεμπορικής αγοράς – με άλλα λόγια δεν επιβαρύνουν τον καταναλωτή. Ήταν λάθος ότι ο ρυθμός μείωσης της αποζημίωσης (ταριφών) των φωτοβολταϊκών (φ/β) δεν ακολούθησε τον ρυθμό απομείωσης του κόστους των φωτοβολταϊκών.

Ήταν επίσης λάθος η διακράτηση των ταριφών για 18-36 μήνες και όχι ο καθορισμός τους τη στιγμή της διασύνδεσης, ρύθμιση η οποία συνετέλεσε στην υπερθέρμανση της αγοράς. Σήμερα δεν υπάρχουν αυτοί οι κίνδυνοι. Σε ό,τι αφορά τον αριθμό αιτήσεων που έχουν κατατεθεί, που είναι πολύ μεγάλος, ο ρυθμός με τον οποίο προχωρούν νέα έργα είναι πολύ χαμηλός, λόγω της αδυναμίας του ΔΕΔΔΗΕ να προχωρήσει εγκαίρως και των προθεσμιών που θέτει ο νόμος σε προσφορές όρων σύνδεσης».

Ο πρόεδρος του ΣΕΦ εκτιμά ότι η Ελλάδα δεν θα πιάσει τον στόχο για εγκατάσταση φ/β ισχύος 1250 MW μέχρι το 2020. Πιστεύει όμως ότι είναι εφικτός εκείνος του 2030 για εγκατεστημένη ισχύ 6900 MW – αρκεί η αγορά να λειτουργεί με ομαλούς ρυθμούς (350-400 MW ισχύς ετησίως).

«Ο ΣΕΦ ανέλυσε τα θεσμικά λάθη του παρελθόντος και οι προτάσεις μας στοχεύουν όχι μόνο στην επανεκκίνηση, αλλά και στη μακροημέρευση της αγοράς, μιας αγοράς χτισμένης σε υγιείς βάσεις, χωρίς επιβάρυνση των καταναλωτών».

«Χειμερία νάρκη»

Αισιόδοξος για τα φ/β είναι ο σύμβουλος σε θέματα ενέργειας Στέλιος Ψωμάς: «Αν και εκατοντάδες επενδύσεις μένουν μετέωρες και αδρανείς επειδή η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) εμμένει σε ένα ξεπερασμένο, γραφειοκρατικό και αναποτελεσματικό μοντέλο αδειοδότησης.

Μετά από “χειμερία νάρκη” μίας πενταετίας σχεδόν, η αγορά φωτοβολταϊκών ξανακάνει δυναμικά την εμφάνισή της στη χώρα μας, με έκδηλο πια το επενδυτικό ενδιαφέρον, τόσο από εγχώριους παίκτες (Μυτιληναίος-EGN, Παναγάκος-Solar Spes κ.ά.) όσο και από μεγάλους πολυεθνικούς ομίλους (ABO Wind, Solar Concept, EDF, EREN).

Τρεις είναι οι κατηγορίες επενδύσεων στα φωτοβολταϊκά.

Η κατηγορία των αυτοπαραγωγών: νοικοκυριά με συστήματα ισχύος έως 20 κιλοβάτ, ή μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις ή/και Ενεργειακές Κοινότητες (με συστήματα ισχύος από λίγα κιλοβάτ έως ένα μεγαβάτ). Τα οικιακά συστήματα αυτοπαραγωγής αποτελούν σήμερα το 10% περίπου της ισχύος αυτού του τμήματος της αγοράς.

Οι μικρομεσαίοι επενδυτές (πωλούν όλη την παραγόμενη ενέργεια στο δίκτυο) είναι ιδιωτικές εταιρείες ή/και Ενεργειακές Κοινότητες που εστιάζουν σήμερα σε συστήματα της τάξης των 500 κιλοβάτ, για τα οποία έχουν οριστεί ικανοποιητικές τιμές πώλησης της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας.

Μέχρι σήμερα έχουν κατατεθεί προτάσεις για περίπου 1.200 έργα, συνολικής ισχύος περίπου 600 μεγαβάτ.

Και η τρίτη κατηγορία (μεγάλοι επενδυτές) που είναι συνήθως πολυεθνικές εταιρείες και εγχώριοι παίκτες. Ήδη έχουν κατατεθεί αιτήσεις για περίπου 7.000 μεγαβάτ αυτής της κατηγορίας έργων.

Επιδότηση ΑΠΕ

Για το ζήτημα της επιδότησης των ΑΠΕ, ο Στέλιος Ψωμάς εξηγεί: «Με την εφαρμογή του Μοντέλου Στόχου και τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας (προβλέπεται πλήρης λειτουργία τον Ιούνιο του 2020), τα μεγάλα έργα θα μπορούν να συμμετέχουν απευθείας στη χονδρεμπορική αγορά χωρίς καμία ενίσχυση. Και με τις διαγωνιστικές διαδικασίες όμως, αποζημιώνονται κάτω από την τιμή χονδρεμπορικής (σήμερα 9/7/2019 – σ.σ. όταν μιλήσαμε με τον κ. Ψωμά), η Οριακή Τιμή Συστήματος, δηλαδή η χονδρεμπορική τιμή είναι 68,175 €/MWh).

Τα μεσαίας ισχύος φωτοβολταϊκά (ως 20 MW) έχουν κλειδώσει κατά μέσο όρο τιμές 62,78 €/MWh (διαγωνισμός 1/7/2019) και τα μεγάλης ισχύος (>20 MW) 56,5 €/MWh (διαγωνισμός Απριλίου 2019).

Τα μικρά έργα ως 500 κιλοβάτ που θα συνδεθούν φέτος αποζημιώνονται με 66,43 €/MWh. Με άλλα λόγια, ήδη τα νέα έργα φωτοβολταϊκών αποζημιώνονται πρακτικά χωρίς έξτρα ενίσχυση και επιβάρυνση των καταναλωτών».

Οι θεσμικές ρυθμίσεις, όμως, προσθέτει ο κ. Ψωμάς, «και κυρίως αυτές που σχετίζονται με την αδειοδότηση των έργων, παρέμειναν πολλές φορές στάσιμες, με αποτέλεσμα, πολλές από αυτές να είναι παρωχημένες και να αποτελούν σήμερα τροχοπέδη στην ανάπτυξη των ΑΠΕ.

Από τον Δεκέμβριο του 2017 έως και τον Μάρτιο του 2019, κατατέθηκαν στη ΡΑΕ 522 αιτήσεις φωτοβολταϊκών για έκδοση άδειας παραγωγής. Από τον Δεκέμβριο του 2017 έως τις αρχές Ιουλίου 2019, η ΡΑΕ εξέδωσε μόλις 4 άδειες παραγωγής για φωτοβολταϊκά, τις πρώτες μάλιστα 13 μήνες μετά την κατάθεση της αίτησης.

Εκατοντάδες επενδύσεις μένουν μετέωρες και αδρανείς επειδή η ΡΑΕ εμμένει σε ένα ξεπερασμένο, γραφειοκρατικό και αναποτελεσματικό μοντέλο αδειοδότησης.

Με βάση τη νομοθεσία λοιπόν, η ΡΑΕ οφείλει να αποφασίσει για τη χορήγηση ή μη άδειας παραγωγής το πολύ σε τρεις μήνες από την κατάθεση των αντίστοιχων φακέλων.

Γι’ αυτό άλλωστε έχει και τριμηνιαίους κύκλους κατάθεσης νέων αιτήσεων για να διεκπεραιώνει εν τω μεταξύ τις αιτήσεις του προηγούμενου κύκλου».

Έκταση φ/β

Στα τέλη του 2018 στην Ελλάδα ήταν εγκατεστημένα 2.665 μεγαβάτ (MWp) φωτοβολταϊκών, (2.106 MWp επί εδάφους και τα υπόλοιπα σε στέγες κτιρίων).

Η προβολή στο οριζόντιο επίπεδο των φωτοβολταϊκών πλαισίων των 2.106 MWp καλύπτει περίπου 12.600 στρέμματα – μικρότερη από την έκταση του Δήμου Αμαρουσίου στην Αττική ή του Δήμου Νεάπολης-Συκεών στη Θεσσαλονίκη.

Η συνολική έκταση που δεσμεύουν αυτά τα 2.106 MWp (μαζί με τα διάκενα μεταξύ των φωτοβολταϊκών συστοιχιών και την περιμετρική απόσταση ασφαλείας από τα όρια των γηπέδων) είναι περίπου 40.000 στρέμματα, όση δηλαδή είναι η έκταση του Δήμου Αθηναίων.

Για σύγκριση, η έκταση που καταλαμβάνουν οι λιγνιτικοί σταθμοί και τα λιγνιτωρυχεία είναι, σύμφωνα με τη ΔΕΗ, 253.000 στρέμματα, είναι δηλαδή 6,3 φορές μεγαλύτερη από την έκταση που δεσμεύουν τα φωτοβολταϊκά.

Φάσμα μικρών και μεγάλων έργων

Μια «υγιής αγορά πρέπει να βασίζεται σε όλο το φάσμα των έργων, μικρών και μεγάλων, μια και κάθε κατηγορία έχει τα δικά της χαρακτηριστικά και πλεονεκτήματα.

Τα μεγάλα έργα, για παράδειγμα, εγγυώνται πολλά μεγαβάτ και χαμηλότερο κόστος ενέργειας για τον τελικό καταναλωτή. Δεν είναι εφικτό να φτάσουμε τους στόχους του 2030 χωρίς μεγάλα έργα.

Τα μικρότερα έργα δίνουν μια επενδυτική διέξοδο σε πολλούς μικροεπενδυτές και διασφαλίζουν θέσεις εργασίας για μικρές εταιρείες που εμπορεύονται και εγκαθιστούν φωτοβολταϊκά.

Ένα μικρό οικιακό σύστημα αυτοπαραγωγής είναι της τάξης των 3 κιλοβάτ και αρκεί για να καλύψει τις ανάγκες σε ηλεκτρική ενέργεια μιας τετραμελούς οικογένειας. Παράγει ετησίως 4.000-4.500 κιλοβατώρες και κοστίζει περίπου 4.000-5.000 ευρώ (περιλαμβάνεται και ΦΠΑ 24%).

Ένα μικρό φωτοβολταϊκό πάρκο των 500 κιλοβάτ παράγει κατά μέσο όρο 750.000 κιλοβατώρες τον χρόνο (ενέργεια που επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες 200 νοικοκυριών σε ηλεκτρική ενέργεια) και κοστίζει περίπου 300.000-350.000 ευρώ (ανάλογα με το πόσο υψηλό είναι το κόστος διασύνδεσης).

Ένα μεγάλο φωτοβολταϊκό πάρκο των 50 μεγαβάτ παράγει κατά μέσο όρο 75 εκατομμύρια κιλοβατώρες τον χρόνο (ενέργεια που επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες 20.000 νοικοκυριών σε ηλεκτρική ενέργεια) και κοστίζει περίπου 30 εκατ. ευρώ».

Πηγή: paraskhnio.gr

Απάντηση