Σύμφωνα με διεθνείς εκθέσεις, μέχρι το 2050, το 70% του παγκόσμιου πληθυσμού θα βρίσκεται στα αστικά κέντρα.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό ανέρχεται ήδη κοντά στο 80%.
Το ερώτημα λοιπόν είναι, πώς σχεδιάζει κανείς τις «πόλεις του μέλλοντος», όπου θα ζει και θα εργάζεται η μεγάλη πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού.
Πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι η λεγόμενη «έξυπνη πόλη» (smart city) αποτελεί το μέλλον της αστικής ζωής του πλανήτη.
Η έξυπνη πόλη είναι η διασυνδεδεμένη πόλη σε όλους τους τομείς της, από τις μεταφορές και τα κτίρια, έως την παραγωγή ενέργειας και τη διακυβέρνηση.
Σε μία τέτοια πόλη διευκολύνεται η ζωή των πολιτών, περιορίζεται η κατανάλωση ενέργειας και οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, αξιοποιώντας ηλεκτρονικά δεδομένα, το διαδίκτυο, τις «έξυπνες συσκευές».
Σε διεθνή φόρα όμως, όπως το «Future Cities Show», στο Ντουμπάι, στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η συζήτηση για το μέλλον των πόλεων επικεντρώνεται αλλού.
Στην ανθρωποκεντρικά δομημένη πόλη, όπου με τη βοήθεια της τεχνολογίας μπορούν οι ίδιοι οι πολίτες να σχεδιάζουν τη ζωή τους.
Στην πόλη που δίνει τη δυνατότητα στους κατοίκους της να αντέχουν και να προσαρμόζονται, απέναντι σε οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές πιέσεις (όπως οι διακυμάνσεις στις τιμές των καυσίμων, η περιβαλλοντική υποβάθμιση, η ανεργία, ο κοινωνικός αποκλεισμός και οι προσφυγικές ροές), καθώς και σε απρόσμενες κρίσεις και καταστροφές (όπως για παράδειγμα στη χώρα μας η πρόσφατη στη Μάνδρα και στη Νέα Πέραμο).
Και κυρίως, στην πόλη που εξασφαλίζει το «ευ ζην» των πολιτών της.
Μάλιστα, με την κρίση των τιμών του πετρελαίου στην κορύφωσή της, στις αρχές του 2016, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, θέσπισαν Υπουργό Ευτυχίας και Υπουργό Ανεκτικότητας, σε μία προσπάθεια ενίσχυσης της προσαρμογής των πολιτών στις επερχόμενες αλλαγές.
Ο στόχος είναι η βελτίωση της διάθεσής τους και η προώθηση μίας νοοτροπίας αυτοσυγκράτησης, κατανόησης και εγκράτειας.
Μπορεί αυτά να φαντάζουν πολύ μακρινά για την Ελλάδα, αλλά δεν είναι και τόσο.
Οι πόλεις στην Ελλάδα συμμετέχουν τα τελευταία χρόνια σε διεθνείς πρωτοβουλίες και δίκτυα ανταλλαγής καλών πρακτικών και εμπειριών για θέματα βιώσιμων και ανθεκτικών πόλεων (sustainable and resilient cities).
Σχεδόν οι μισοί Δήμοι της χώρας συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή πρωτοβουλία του Συμφώνου των Δημάρχων για το Κλίμα και την Ενέργεια.
Οι περισσότεροι έχουν αναπτύξει σχέδια δράσης για τη βιώσιμη ενέργεια, και αρκετοί, σχέδια για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και στα καταστρεπτικά καιρικά φαινόμενα.
Επιπλέον, στο παγκόσμιο Δίκτυο των 100 Ανθεκτικών Πόλεων, συμμετέχουν η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, ενώ έχουν ξεκινήσει και άλλες σημαντικές προσπάθειες σε πόλεις ανά την ελληνική επικράτεια.
Η υπέρβαση της κρίσης στην Ελλάδα μας ωθεί να προχωρήσουμε τις προσπάθειες αυτές ένα βήμα παραπέρα.
Από τη διάγνωση, τη δικτύωση και το σχεδιασμό, στην υλοποίηση δράσεων, με το ρόλο του πολίτη κεντρικό.
Οι σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις στην πληροφορική και στις τηλεπικοινωνίες μας διευκολύνουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Το μείζον θέμα είναι πώς θα αξιοποιήσουμε τα τεχνολογικά επιτεύγματα, ώστε να ξεφύγουμε από την μιζέρια και την ηττοπάθεια (lock-in effect), προς την υλοποίηση ενός συλλογικού, βιώσιμου και συνεκτικού (inclusive) οράματος.
Πώς θα συνδέσουμε δηλαδή τα φιλόδοξα σχέδια με τη ζωή των κατοίκων των πόλεων και με τις αξίες τους.
Με το χώρο και το χρόνο της ιστορίας τους και τελικά με το μέλλον τους.
Το εγχείρημα δεν είναι καθόλου εύκολο.
Αξίζει όμως να το προσπαθήσουμε.
Ο Χάρης Δούκας είναι Επίκουρος Καθηγητής ΕΜΠ.
Πηγή: michanikos.gr