Γκερντ Γκοτζ – Γ. Διευθυντής ΕΕΑ: Σε μέγγενη η ευρωπαϊκή βιομηχανία αλουμινίου

Στο τριπλό καμίνι της ύφεσης, των ευρωπαϊκών πολιτικών για την ενέργεια και την κλιματική αλλαγή, καθώς και του ανταγωνισμού από ΗΠΑ, Ρωσία, Ινδία και Μέση Ανατολή «λειώνει» η άλλοτε κραταιά ευρωπαϊκή βιομηχανία αλουμινίου.

Έντεκα συνολικά εργοστάσια αλουμινίου έχουν κλείσει πανευρωπαϊκά μεταξύ των ετών 2007 και 2012 και περισσότερες από 40.000 θέσεις εργασίας έχουν χαθεί, με πιο πρόσφατο περιστατικό το λουκέτο που έβαλε πέρυσι το μεγαλύτερο ιταλικό εργοστάσιο Alcoa στη Σαρδηνία. «Τα έξι τελευταία χρόνια έχουμε χάσει ως Ευρώπη πάνω από το 30% της δυναμικότητάς μας. Την ίδια στιγμή η ζήτηση της Ευρώπης για αλουμίνιο αυξάνεται, ενώ η παραγωγή της καταρρέει. Δεν είναι οξύμωρο; Και αυτό όχι επειδή η βιομηχανία αλουμινίου είναι ένας τομέας που πεθαίνει ή επειδή η ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων δεν είναι καλή ή επειδή δε διαθέτουμε προσωπικό με τεχνογνωσία, απλώς εξαιτίας κάποιων κανονισμών που επέβαλε η ΕΕ», λέει σε συνέντευξή του στο «Βήμα» ο Γκερντ Γκοτζ, Γενικός Διευθυντής της Ευρωπαϊκής Ενωσης Αλουμινίου. Κάτω από τις συνεχείς πιέσεις της βιομηχανίας αλουμινίου προς τον επίτροπο για την Ανταγωνιστικότητα και Βιομηχανία Αντόνιο Ταγιάνι, η Κομισιόν αποφάσισε να δράσει.

Οι υπεύθυνοι & οι αιτίες

Προ μηνών λοιπόν ανέθεσε στο Κέντρο Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής ( Centre for European Policy Studies – CEPS) να διεξαγάγει έρευνα για την κατάσταση που επικρατεί στον κλάδο, «Fitness Check» όπως αποκαλείται, παρόμοια με αντίστοιχες μελέτες που γίνονται για το χάλυβα και το πετρέλαιο. Η έρευνα παρουσιάσθηκε στις 6 Νοεμβρίου στις Βρυξέλλες και φωτογραφίζει ως βασικούς υπεύθυνους για τα ανταγωνιστικά μειονεκτήματα των μεταλλουργείων της Γηραιάς Ηπείρου συγκεκριμένες πολιτικές και κανονισμούς της ΕΕ. Μέσα από την εξέταση στοιχείων από 46 εργοστάσια αλουμινίου που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 60% της δυναμικότητας παραγωγής της ΕΕ, η μελέτη καταλήγει ότι τα έμμεσα κόστη από την αγορά δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα – που προκύπτουν από το νέο σύστημα εκπομπών ρύπων της ΕΕ – τα οποία μετακυλίονται από τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας στους λογαριασμούς ρεύματος και οι δαπάνες στήριξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι ορισμένες από τις βασικές αιτίες για το χάσμα ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας.

Το κόστος του ηλεκτρισμού

«Χαρακτηριστική είναι η διαφορά μεταξύ των εργοστασίων που είχαν μακροχρόνιες συμβάσεις προμήθειας ηλεκτρικού ρεύματος με παρόχους ενέργειας οι οποίες προϋπήρχαν του νέου συστήματος εμπορίας ρύπων με εκείνα που δεν είχαν τέτοιες συμβάσεις. Τα εργοστάσια της δεύτερης περίπτωσης, που απασχολούν και την πλειοψηφία των 255.000 εργαζομένων στον κλάδο πανευρωπαϊκά, έχουν καταστεί τα λιγότερα ανταγωνιστικά του κόσμου. Και αντιμετωπίζουν πρόσθετα κόστη μέχρι και 228 ευρώ ανά τόνο παραγόμενου αλουμινίου, δηλαδή ποσό ίσο με το 11% του συνολικού κόστους παραγωγής τους», σημειώνει ο κ. Γκοτζ.

Ο Γενικός Διευθυντής της Ευρωπαϊκής Ένωσης Αλουμινίου εξηγεί ότι κατά την περίοδο που τέθηκαν σε φουλ εφαρμογή οι πολιτικές για τις ΑΠΕ και τους ρύπους, δηλαδή στο διάστημα 2007-2012, η ηλεκτρική ενέργεια έφτασε να αντιπροσωπεύει το 30%-40% του συνολικού κόστους λειτουργίας των μεταλλουργείων αλουμινίου.

Στον αντίποδα, τα μεταλλουργεία που είχαν πριν από την ισχύ των κοινοτικών κανονισμών μακροχρόνιες συμβάσεις με παρόχους ενέργειας στέκονται σαφώς καλύτερα απέναντι στον ανταγωνισμό.

Η έρευνα έδειξε πως οι δαπάνες που οφείλονται σε πολιτικές της ΕΕ δεν ξεπερνούν τα 27 ευρώ ανά τόνο επί του συνολικού τους κόστους. «Το νόημα της ύπαρξης μακροχρόνιων συμβάσεων είναι ότι ακριβώς επειδή η βιομηχανία αλουμινίου χρησιμοποιεί ενέργεια 24 ώρες το 24ωρο χρειάζεται και ειδικές τιμές. Το πρόβλημα είναι ότι οι περισσότερες από τις συμβάσεις αυτές λήγουν μέσα στην προσεχή πενταετία και είναι αμφίβολο σε τι βαθμό και κυρίως με ποιους όρους θα ανανεωθούν» προσθέτει ο κ. Γκοτζ.

Κίνδυνος αποβιομηχάνισης

Η ειρωνεία ωστόσο είναι ότι, ενώ η παραγωγή αλουμινίου στην Ευρώπη μειώνεται συνεχώς, δεν συμβαίνει το ίδιο με τη ζήτηση που αυξάνεται, με τη διαφορά ότι καλύπτεται ολοένα και περισσότερο από εισαγωγές τρίτων χωρών, όπου οι πολιτικές για την προστασία του περιβάλλοντος είναι από χαλαρές έως και ανύπαρκτες.

Φέτος, η παραγωγή αλουμινίου θα είναι μειωμένη κατά 2 εκατ. τόνους έναντι του 2008, όταν από τότε μέχρι σήμερα η παγκόσμια παραγωγή έχει αυξηθεί κατά 9 εκατ. τόνους. Στην ουσία το μήνυμα των εκπροσώπων της βιομηχανίας προς την Κομισιόν είναι ότι οι στόχοι του 2020 για την κλιματική αλλαγή δεν θα έχουν κανένα τελικά νόημα αν η Γηραιά Ήπειρος οδηγηθεί σε πλήρη αποβιομηχάνιση και χαθούν μαζικά κι άλλες θέσεις εργασίας. «Είτε το προϊόν παράγεται στην Ευρώπη είτε στην Ινδία, οι τιμές διαμορφώνονται καθημερινά σε παγκόσμια κλίμακα στο Χρηματιστήριο Μετάλλων του Λονδίνου (LME), που σημαίνει ότι η βιομηχανία δεν μπορεί να μετακυλίσει κόστη στον καταναλωτή» επισημαίνει ο κ. Γκοτζ.

Ο κλάδος στην Ελλάδα

– Στην Ελλάδα υπάρχουν μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις, ο κλάδος απασχολεί συνολικά 40.000 εργαζομένους με ετήσιο τζίρο 2 δισ. ευρώ, ενώ οι εξαγωγές καλύπτουν σχεδόν το 70% των συνολικών πωλήσεων.

– Μεγαλύτερος παίκτης, η Αλουμίνιον της Ελλάδος, που απασχολεί άμεσα 1.500 άτομα και 4.500 έμμεσα, είναι η μοναδική παραγωγός αλουμινίου στη χώρα και ταυτόχρονα η μόνη πλήρως καθετοποιημένη στην Ευρώπη (διαθέτει και βωξίτη, πρώτη ύλη παραγωγής αλουμινίου). Παράγει το 8% της συνολικής παραγωγής αλουμινίου πανευρωπαϊκά, όταν ολόκληρη η Ιταλία παράγει το 5%, η δε Γερμανία (η μεγαλύτερη δύναμη) το 18%.

– Άλλοι παίκτες, αλλά στον τομέα της μεταποίησης αλουμινίου, είναι οι ΕΛΒΑΛ, ALUMIL, ΕΤΕΜ, EUROPA κ.ά.

Το στοίχημα του 2014 για την ανταγωνιστικότητα

Ο Γενικός Διευθυντής της Ευρωπαϊκής Ένωσης Αλουμινίου Γκερντ Γκοτζ πιστεύει ότι ο επίτροπος για την Ανταγωνιστικότητα και τη Βιομηχανία Αντόνιο Ταγιάνι και άλλοι αξιωματούχοι μέσα στην Κομισιόν έχουν καταλάβει τη σημασία του κλάδου και ότι η απόφαση να διεξαχθεί μελέτη για τις επιπτώσεις των ευρωπαϊκών πολιτικών στην ανταγωνιστικότητά του είναι το πρώτο βήμα προκειμένου έπειτα από λίγους μήνες να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα.

Το ερώτημα θα απαντηθεί σε κάποια από τα προσεχή Συμβούλια Ανταγωνιστικότητας τους πρώτους μήνες του 2014. Ο στόχος πάντως από ό,τι φαίνεται των Βρυξελλών είναι να χρησιμοποιήσουν τις διαπιστώσεις της μελέτης για να σχηματίσουν ένα σχέδιο δράσης (action plan). Μένει να φανεί αν αυτό το σχέδιο θα καταλήξει σε πιο ανταγωνιστικές τιμές ενέργειας, καθώς και σε περαιτέρω απελευθέρωση των δυνατοτήτων ανακύκλωσης του αλουμινίου που παράγεται στην πρωτογενή αγορά, και κατόπιν ειδικής επεξεργασίας μπορεί να αξιοποιηθεί ξανά.

Η ευρωπαϊκή βιομηχανία αλουμινίου που προμηθεύει την πρώτη ύλη για χιλιάδες διαφορετικούς τύπους προϊόντων, από κουφώματα και βάσεις για φωτοβολταϊκά συστήματα ως εξαρτήματα αυτοκινήτων και αεροπλάνων, πραγματοποιεί τζίρο 40 δισ. ευρώ ετησίως και απασχολεί αμέσως και εμμέσως 1 εκατ. εργαζομένους. Σήμερα, ωστόσο, η Ευρώπη καλύπτει το 50% των αναγκών της με εισαγωγές έναντι 25%-30% πριν από δέκα χρόνια. Πιο δυνατές αγορές στην Ευρώπη είναι η Γερμανία, η Ιταλία, η Ισπανία. Υπάρχουν όμως και άλλοι σημαντικοί παίκτες όπως η Γαλλία, η Ελβετία κ.ά.

Η συνέντευξη παραχωρήθηκε στις 17 Νοεμβρίου του 2013 στον κ. Γιώργο Φιντικάκη και στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ».

Απάντηση