Στις 30 Δεκεμβρίου του 2020, η τιμή του αλουμινίου στο χρηματιστήριο μετάλλων του Λονδίνου (LME) διαμορφωνόταν στα 2007 δολάρια ανά τόνο.
Οι αναλυτές της Morgan Stanley θεωρούσαν ότι ήταν ήδη πολύ ψηλά, προέβλεπαν όμως και νέα άνοδο, εκτιμώντας ότι θα φτάσει τα 2.337 δολάρια στο Δ’ Τρίμηνο του 2021 ενώ οι συνάδελφοί τους στην Αmro ανέβαζαν τον πήχη στα 2.436 δολάρια.
Η πραγματικότητα τους διέψευσε. Σήμερα, το κόστος αγοράς του αλουμινίου στο LME ξεπερνά τα 3.180 δολάρια ανά τόνο ενώ τα τρίμηνα συμβόλαια είναι ακόμη υψηλότερα, καθώς διαμορφώνονται στα 3.200 δολάρια ανά τόνο. Δηλαδή, τόσο στη spot αγορά όσο και σε αυτή των Συμβολαίων Μελλοντικής Εκπλήρωσης η αύξηση από την αρχή του χρόνου ξεπερνά το 50%!
Πρόκειται για ρεκόρ 13 ετών καθώς το αλουμίνιο είχε καταγράψει ιστορικό υψηλό στα 3.271,25 δολάρια τον Ιούλιο του 2008. Με τη διαφορά ότι η ισοτιμία ευρώ δολαρίου ήταν στα επίπεδα του 1,58 έναντι 1,17 σήμερα. Γεγονός που σημαίνει πως οι ευρωπαϊκές εταιρείες αλλά και οι καταναλωτές βιώνουν ιστορικά υψηλά επίπεδα για το κόστος του αλουμινίου.
Μια εξέλιξη που αλλάζει άρδην τα δεδομένα στην αγορά, τόσο για τις εταιρείες κατασκευής αλουμινίου όσο και για τις εταιρείες μεταποίησης αλλά και για τους καταναλωτές.
Όπως εξηγούν στελέχη της αγοράς, αυτή τη στιγμή βιώνουμε μια «τέλεια καταιγίδα» που επηρεάζει τις τιμές σε όλα τα στάδια της αλυσίδας.
Το πρώτο από αυτά έχει να κάνει με τη σχέση προσφοράς και ζήτησης: Η χρήση του αλουμινίου έχει πολλαπλασιαστεί, καθώς θεωρείται «πράσινο» και ανακυκλώσιμο μέταλλο, άρα η ζήτηση αυξάνει και θα συνεχίσει να αυξάνει για τα επόμενα χρόνια. Η εξέλιξη αυτή συμπίπτει με τη μεγάλη αύξηση της ζήτησης που ούτως ή άλλως υπάρχει στην Ευρώπη λόγω της ταχείας ανάκαμψης μετά την πανδημία. Τα προγράμματα οικονομικής ενίσχυσης αλλά και η επιθυμία πραγματοποίησης αγορών από τους καταναλωτές έχουν οδηγήσει σε κατακόρυφη αύξηση της ζήτησης με αντίστοιχη μείωση των αποθεμάτων.
Ο δεύτερος παράγοντας που επηρεάζει τις τιμές έχει να κάνει με την Κίνα και συγκεκριμένα με την προσπάθεια που κάνει η χώρα για τη μείωση των εκπομπών διοξείδιού του άνθρακα. Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός αλουμινίου παγκοσμίως, καθώς εκτιμάται ότι για το διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου παρήγαγε το 58% των ποσοτήτων του μετάλλου. Εντούτοις, η απόφαση της κινεζικής κυβέρνησης να επιβάλλει όριο στο ποσοστό ενέργειας που χρησιμοποιείται για την παραγωγή αλουμινίου.
Ταυτόχρονα, η χώρα έχει επιβάλλει πλαφόν στην παραγωγή του στους 45 εκατ. τόνους, ενώ πέρα από αυτό μόνο θα αντικαθιστά παλιές ποσότητες του μετάλλου. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα μπορεί να καλύπτει τη ζήτηση, είτε για ηλιακά πάνελ είτε για ηλεκτρικά αυτοκίνητα ενώ παράλληλα η χρήση του μετάλλου αυξάνεται τόσο σε νέες όσο και σε ήδη υπάρχουσες εφαρμογές. Αν σε αυτά προστεθεί και το αυξημένο κόστος μεταφοράς από την Κίνα προς τον υπόλοιπο κόσμο, το τελικό κόστος του αλουμινίου από την Κίνα γίνεται ακόμη υψηλότερο.
Το τρίπτυχο της ανόδου των τιμών κλείνει η εκτίναξη των τιμών της ενέργειας παγκοσμίως. Και αυτό γιατί ένα σημαντικό κομμάτι στο κόστος επεξεργασίας του μετάλλου έχει να κάνει με την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος και πετρελαίου ή του φυσικού αερίου. Έτσι, το λεγόμενο premium, που έχει να κάνει με το κόστος χύτευσης αλλά και την κερδοφορία των επιχειρήσεων έχει εκτιναχθεί με τη σειρά του, φέρνοντας την τελική τιμή πολύ πάνω από τα 4.200 δολάρια ανά τόνο, με προοπτική να φτάσει ακόμη και τα 4.500 δολάρια.
Μάλιστα, όπως προκύπτει από τα Συμβόλαια Μελλοντικής Εκπλήρωσης, η αποκλιμάκωση των τιμών θα αργήσει και όπως φαίνεται θα πρέπει να εξοικειωθούμε με αυτά τα δεδομένα. Συγκεκριμένα, το Συμβόλαιο του Δεκεμβρίου του 2022 δείχνει το αλουμίνιο στα 3040 δολάρια ανά τόνο, δηλαδή πολύ κοντά στα σημερινά επίπεδα, αυτό του Δεκεμβρίου του 2023 στα 2.765 και του Δεκεμβρίου του 2024 στα 2.525.
Μολονότι δηλαδή σε ορίζοντα τριετίας αναμένεται κάποια αποκλιμάκωση, οι τιμές παραμένουν σαφώς υψηλότερες από αυτές που είχε συνηθίσει η αγορά τα τελευταία χρόνια.
Οι επιπτώσεις στη βιομηχανία
Τα παραπάνω δεδομένα έχουν τόσο βραχυχρόνιες όσο και μακροχρόνιες επιπτώσεις στη βιομηχανία, καθώς οι τιμές αυξημένες μετακυλίονται μεταξύ των προμηθευτών, φτάνοντας εν τέλει στον τελικό καταναλωτή. Την ίδια στιγμή, ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα είναι αυτό της αβεβαιότητας, καθώς στην πράξει κανείς στην αγορά δεν μπορεί να ξέρει πού θα κινηθούν τα κόστη και οι τελικές τιμές σε ορίζοντα ακόμη και λίγων εβδομάδων από σήμερα.
«Με αυτά τα δεδομένα, αναγκαζόμαστε να αναπροσαρμόζουμε τις τιμές μας κάθε μήνα, ενώ δεν κάναμε αυξήσεις εδώ και 10 χρόνια», εξηγεί ο κ. Γιώργος Παπανικολάου, ιδιοκτήτης της εταιρείας ΟΞΑΛ, η οποία εξειδικεύεται στην ανοδίωση του αλουμινίου. «Δεν ξέρουμε πόσο θα κάνει το αλουμίνιο, ούτε πόσο θα μας κοστίσει η επεξεργασία του, η οποία είναι μια εξαιρετικά ενεργοβόρα διαδικασία», προσθέτει, περιγράφοντας ανάγλυφα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η αγορά.
Αντίστοιχα, σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και κλεισμένες συμφωνίες ανατρέπονται και είτε μπαίνουν στον πάγο είτε αναδιαπραγματεύονται, με τους εμπλεκόμενους να επικαλούνται ακόμα και λόγους «ανωτέρας βίας».
Την ίδια στιγμή, πολλές είναι οι εταιρείες παραγωγής ή και επεξεργασίας μετάλλων οι οποίες αναγκάζονται να περιορίσουν ή και να αναστείλουν την παραγωγή τους, ακριβώς λόγω της αυξημένης αβεβαιότητας αλλά και του υψηλού ενεργειακού κόστους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ολλανδική εταιρεία Aldel η οποία αναγκάστηκε να περιορίσει την παραγωγή του αλουμινίου στο εργοστάσιό της στην Ολλανδία.
Ο λόγος, το οποίο επικαλείται ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας είναι ότι δεν μπορεί να λάβει τα απαραίτητα μέτρα αντιστάθμισης κινδύνου (hedging) έναντι των υψηλών τιμών, κατηγορώντας μάλιστα την κυβέρνηση της Ολλανδίας για μεροληψία. Και αυτό γιατί, όπως διατείνεται, η ολλανδική κυβέρνηση δεν δίνει στις βιομηχανίες της χώρας τις ίδιες δυνατότητες που προσφέρουν η Γαλλία και Γερμανία.
Κερδισμένοι όσοι έχουν εξασφαλίσει το ενεργειακό κόστος
Αυτή ακριβώς η αντιστάθμιση των κινδύνων, είτε μέσω ίδιας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας είτε μέσω «κλειδωμένων» τιμών ενέργειας είναι ο βασικός παράγοντας που διαχωρίζει τις εταιρείες παραγωγής αλουμινίου σε κερδισμένους και χαμένους.
Εκείνοι δηλαδή που έχουν προνοήσει ώστε να παράγουν από ίδιους πόρους -και δη μέσω Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας- ένα κομμάτι της ενέργειας που απαιτείται για την παραγωγή τους έχουν σημαντικό πλεονέκτημα έναντι του ανταγωνισμού. Αντίστοιχα, οι εταιρείες που μέσα από διμερείς συμφωνίες με τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας έχουν εξασφαλίσει «κλειδωμένα» κόστη ή φρόντισαν να κάνουν αντιστάθμιση του κινδύνου βρίσκονται επίσης σε πλεονεκτική θέση.
Έτσι, η ALCOA, η οποία την προηγούμενη Παρασκευή ανακοίνωσε οικονομικά αποτελέσματα που ξεπέρασαν τις εκτιμήσεις της αγοράς είδε τη μετοχή της να καταγράφει άνοδο 15.23% κλείνοντας στα 56 δολάρια.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω σε εγχώριο επίπεδο αποτελεί η Mytilineos, η οποία έχει «κλειδώσει» μέσω αντιστάθμισης κινδύνου κόστος ρεύματος στα επίπεδα των 38 ευρώ ανά MWh για ολόκληρο το 2022 ενώ έχει προχωρήσει σε αντίστοιχες κινήσεις και για το 2023. Ταυτόχρονα, η εταιρεία προχωρά με ταχύτατους ρυθμούς το πρόγραμμα ανάπτυξης μονάδων ΑΠΕ, εξασφαλίζοντας σε μεγάλο βαθμό ενεργειακή αυτονομία.
Αυτό είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος, καθώς ταυτόχρονα η εταιρεία αξιοποιεί τις σημερινές, ιδιαίτερα υψηλές τιμές του μετάλλου, αλλά και τα μελλοντικά συμβόλαια, προκειμένου να «κλειδώσει» τιμές για την επόμενη διετία. Έτσι, ακόμη και αν η αποκλιμάκωση έρθει νωρίτερα από ό,τι αναμένουν σήμερα οι αγορές, τα έσοδα, και κατ΄επέκταση τα κέρδη της είναι εξασφαλισμένα.
Μάλιστα, παράλληλα, έχει ήδη θέσει σε εφαρμογή και πρόγραμμα μείωσης του κόστους παραγωγής για το αλουμίνιο, γεγονός που της δίνει τη δυνατότητα να απορροφήσει τις όποιες επιπτώσεις από μια πιθανή πτώση της τιμής του μετάλλου. Όλα τα παραπάνω συνηγορούν πως η Mytilineos πληροί όλες τις προϋποθέσεις για την επίτευξη των στόχων κερδοφορίας της για την επόμενη διετία, γεγονός που θα της επιτρέψει να «αλλάξει επίπεδο», όπως είχε πει πριν λίγες εβδομάδες σε αναλυτές ο ίδιος ο Ευάγγελος Μυτιληναίος.
Πηγή: cnn.gr