ΕΕ: Αναγκαία η αύξηση παραγωγής αιολικής και ηλιακής ενέργειας

αιολική και ηλιακή

Η ΕΕ πρέπει να λάβει πολλά μέτρα προκειμένου να αυξήσει την ηλεκτροπαραγωγή από αιολική και ηλιακή ενέργεια, καθώς και προκειμένου να εκπληρώσει τους στόχους της στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ), σύμφωνα με νέα έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου.


Παρότι τόσο η αιολική όσο και η ηλιακή ενέργεια έχουν καταγράψει σημαντικότατη αύξηση από το 2005, η πορεία αυτή επιβραδύνθηκε μετά το 2014, όπως δηλώνουν οι ελεγκτές.

Η Επιτροπή πρέπει να παροτρύνει τα κράτη μέλη να στηρίξουν την περαιτέρω διάδοση των ΑΠΕ – με τη διοργάνωση δημοπρασιών για την ανάθεση νέας ηλεκτροπαραγωγικής ισχύος από ΑΠΕ, με την προώθηση της συμμετοχής των πολιτών και με τη βελτίωση των συνθηκών για τη διάδοση των ΑΠΕ.

Παράλληλα, οι ελεγκτές προειδοποιούν ότι τα μισά από τα κράτη μέλη θα αντιμετωπίσουν σημαντικές δυσκολίες στην προσπάθειά τους να επιτύχουν τους στόχους τους για παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ έως το 2020.

Στόχος της ΕΕ είναι, μέχρι το τέλος του 2020, να παράγει από ΑΠΕ το ένα πέμπτο της ενέργειας που χρειάζεται στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας, της θέρμανσης και ψύξης και των μεταφορών.

Το διάστημα μεταξύ 2005 και 2017, το μερίδιο των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή διπλασιάστηκε στην ΕΕ, από περίπου 15 % σε σχεδόν 31 %.

Οι τομείς της αιολικής και ηλιακής φωτοβολταϊκής ενέργειας καλύπτουν επί του παρόντος το μεγαλύτερο μερίδιο της ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ και η πτώση του κόστους τους τις καθιστά ολοένα ανταγωνιστικότερες πηγές ενέργειας έναντι της εναλλακτικής λύσης της καύσης ορυκτών καυσίμων.

Οι ελεγκτές αξιολόγησαν την πρόοδο που έχει σημειωθεί τόσο σε επίπεδο ΕΕ όσο και σε επίπεδο κρατών μελών ως προς την επίτευξη των στόχων στον τομέα των ΑΠΕ.

Επισκέφθηκαν τη Γερμανία, την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πολωνία, προκειμένου να εξετάσουν κατά πόσον η χρηματοδοτική στήριξη για ηλεκτροπαραγωγή από αιολική και ηλιακή ενέργεια ήταν αποτελεσματική.

Διαπίστωσαν ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα αρχικά καθεστώτα στήριξης εμφάνισαν φαινόμενα υπερεπιδότησης, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας ή τα δημόσια ελλείμματα.

Μετά το 2014, όταν τα κράτη μέλη μείωσαν εν τέλει τη στήριξή τους προκειμένου να ελαφρύνουν κάπως το βάρος που επωμίζονταν οι καταναλωτές και οι κρατικοί προϋπολογισμοί, η εμπιστοσύνη των επενδυτών αποδυναμώθηκε και η αγορά παρουσίασε επιβράδυνση.

«Τα κράτη μέλη παρείχαν κίνητρα για επενδύσεις στους τομείς της αιολικής και ηλιακής ενέργειας, αλλά ο τρόπος με τον οποίο μείωσαν τη στήριξη λειτούργησε αποτρεπτικά έναντι των δυνητικών επενδυτών και επιβράδυνε την περαιτέρω ανάπτυξή τους», δήλωσε ο George Pufan, Μέλος του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου και αρμόδιος για την έκθεση.

«Η επιβράδυνση του ρυθμού μετάβασης στην ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ υποδηλώνει ότι ίσως να μην επιτύχουμε τον στόχο της ΕΕ για το 2020».

Η διοργάνωση δημοπρασιών για την ανάθεση πρόσθετης ηλεκτροπαραγωγικής ισχύος από ΑΠΕ και για τον καθορισμό των τιμών προσφοράς, όπως και η προώθηση της συμμετοχής των πολιτών στην πράσινη οικονομία, είναι ζωτικής σημασίας για την αύξηση των επενδύσεων, δηλώνουν οι ελεγκτές.

Επίσης, χρειάζεται να γίνουν περισσότερα για τη βελτίωση των συνθηκών συμμετοχής στην αγορά των ΑΠΕ, όπως η υπερπήδηση αυστηρών κανόνων χωροταξικού σχεδιασμού, χρονοβόρων διοικητικών διαδικασιών και ανεπαρκειών στο δίκτυο.

Οι ελεγκτές διαπίστωσαν επίσης ότι το 2017 τα μισά κράτη μέλη βρίσκονταν ήδη πολύ κοντά στο να επιτύχουν τους εθνικούς στόχους τους για το 2020.

Προειδοποιούν εντούτοις ότι τα υπόλοιπα μισά θα χρειαστεί να καταβάλουν πολύ περισσότερες προσπάθειες για να γίνουν πραγματικότητα οι στόχοι για το 2020.

Οι ελεγκτές εκφράζουν επιφυλάξεις ως προς το κατά πόσον τα αποτελέσματα που θα επιτύχουν τα κράτη μέλη με υψηλές επιδόσεις στις ΑΠΕ θα είναι αρκετά για να αντισταθμίσουν τις μειωμένες επιδόσεις των υπολοίπων και έτσι οδηγήσουν στην επίτευξη του γενικού στόχου της ΕΕ.

Οι ελεγκτές είναι της άποψης ότι, με τους κείμενους κανόνες, δεν εξασφαλίζεται η έγκαιρη υποβολή εκθέσεων σχετικά με την πρόοδο των ΑΠΕ, και η Επιτροπή δεν είναι εξουσιοδοτημένη να επιλαμβάνεται περιπτώσεων κρατών μελών όπου η πρόοδος είναι βραδύτερη.

Επισημαίνουν τον στόχο της ΕΕ για ΑΠΕ έως το 2030 που ανέρχεται σε τουλάχιστον 32 % και δηλώνουν ότι, απουσία δεσμευτικών εθνικών στόχων, ο στόχος αυτός ενδεχομένως να είναι δύσκολο να επιτευχθεί.

Προειδοποιούν επίσης ότι για την επίτευξή του θα απαιτηθεί σημαντική χρηματοδότηση από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, πέραν αυτής που διαθέτει η ΕΕ και στην οποία εστιάζει η έκθεση.

Για τη βελτίωση της κατάστασης, εισηγούνται τα εξής:

  • να δοθεί έμφαση στην κάλυψη των κενών, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι για το 2020,
  • να απλουστευθούν οι διαδικασίες και να βελτιωθεί από άποψη χρόνου η υποβολή στατιστικών στοιχείων,
  • να προγραμματιστούν αρκετές δημοπρασίες και να προωθηθούν επενδύσεις σε υποδομές δικτύου,
  • να βελτιωθεί η παρακολούθηση.

Πηγή: b2green.gr

Απάντηση