Η εφετινή διοργάνωση δεν έχει «ανθρωπιστικό» χαρακτήρα αλλά λυρικό και ταυτόχρονα πολιτικό. Δεν βασίστηκε στους «starchitects» αλλά στη διεθνή πολιτική και οικονομική εξουσία. Με ιδέες και προτάσεις ανοίγει δρόμους σε όλα τα οικονομικά και κοινωνικά περιβάλλοντα της υφηλίου.
Στην είσοδο της κύριας έκθεσης της διεθνούς Μπιενάλε αρχιτεκτονικής στο Αρσενάλι της Βενετίας τον επισκέπτη υποδέχεται ένα εντυπωσιακό σκηνικό από αναρτημένα στοιχεία αλουμινίου σε πυκνή διάταξη, προϊόν επανάχρησης από την έκθεση της Μπιενάλε τέχνης του 2015. Λίγο παρακάτω ο Ρίκι Μπαρντέτ, καθηγητής Αστικών Μελετών της London School of Economics και διευθυντής της σπουδαίας Μπιενάλε αρχιτεκτονικής του 2006 με τίτλο «Πόλη. Αρχιτεκτονική και Κοινωνία», συνεχίζει την έρευνά του προσφέροντας συγκλονιστικά στοιχεία πάνω στο θέμα «Συγκρούσεις της εποχής των πόλεων».
Στο τέλος της εκθεσιακής πορείας, κάπου στο βάθος του Αρσεναλιού, σε πρώην μικροσκοπικές αποθήκες, τη δουλειά τους για τον Τρίτο Κόσμο εκθέτουν υπερδιασημότητες της αρχιτεκτονικής όπως ο Λόρδος Φόστερ ή οι Χέρτσογκ και Ντε Μέουρον, με φαινομενικά ίσως επιτηδευμένη αλλά σε κάθε περίπτωση αφοπλιστική σεμνότητα.
Πρόκειται για τρία στιγμιότυπα της εφετινής Μπιενάλε του Αλεχάντρο Αραβένα, χαρακτηριστικά του αέρα που πνέει εφέτος στα βενετσιάνικα κανάλια, ενός νέου προσδιορισμού της εργασίας του αρχιτέκτονα στην υπηρεσία της κοινωνίας. Το θέμα δεν είναι νέο φυσικά. Μια αισθητικοποιημένη εκδοχή του είχε παρουσιάσει το 2000 ο τότε διευθυντής Μ. Φούκσας με το αιώνιο δίλημμα «Ethics or esthetics», ενώ ο Μπαρντέτ το 2006 είχε προσπαθήσει να αντιστρέψει τους όρους της συζήτησης σε μια εποχή που χαρακτηριζόταν ακόμη από την απόλυτη κυριαρχία των starchitects και των ευφάνταστων και πανάκριβων σχεδιαστικών προτάσεών τους. Μόλις το 2014, στην προηγούμενη Μπιενάλε, ο τότε διευθυντής Ρεμ Κούλχαας είχε επιχειρήσει μια ανάγνωση των «θεμελιωδών» χαρακτηριστικών της αρχιτεκτονικής για μια νέα προσέγγισή της, παραμένοντας ωστόσο δέσμιος του ίδιου του προσωπικού μύθου του.
Στο πνεύμα της εποχής
Εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες υπάρχει η αίσθηση μιας περιόδου μεταβατικής για τη διεθνή αρχιτεκτονική, μιας περιόδου εκλεκτικισμού και προσωπικών εξακτινώσεων στη σφαίρα ενός όλο και πιο ευφάνταστου φορμαλισμού βασισμένου στις απεριόριστες, όπως φαίνεται, δυνατότητες της κατασκευαστικής τεχνολογίας. Σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης διεθνώς, κοινωνιών ασταθών και σε διαρκή μεταλλαγή, αλλά και μαζικών μετακινήσεων πληθυσμών και ισχυρών προσφυγικών φαινομένων, η εφετινή Μπιενάλε δείχνει να αφουγκράζεται πιο αποτελεσματικά το πνεύμα της εποχής, να πετυχαίνει τον στόχο της ως πειραματικής «μηχανής συλλογικών επιθυμιών» και να γίνεται έτσι η πρώτη πραγματική Μπιενάλε της εποχής της παγκοσμιοποίησης, η Μπιενάλε ενός νέου προσανατολισμού – όχι στυλιστικού – της αρχιτεκτονικής, μια Μπιενάλε εμπεριεκτική, ίσων ευκαιριών και εξισορρόπησης μεταξύ των ισχυρών οικονομικών κέντρων και των ατέρμονων περιφερειών του υπόλοιπου κόσμου.
Το θέμα της Μπιενάλε – ας μην το ξεχνάμε – το επιλέγουν κάθε φορά ο πρόεδρος και η διοίκηση της Μπιενάλε. Φαίνεται λοιπόν ότι εφέτος ο ιδιαίτερα επιτυχημένος Πάολο Μπαράτα, που παραμένει στην προεδρία του βενετσιάνικου θεσμού, πέτυχε όχι μόνο το θέμα αλλά και τον διευθυντή: ο Αραβένα, 49 ετών, βραβευμένος μεταξύ άλλων με το Pritzker 2016, είναι Λατινοαμερικανός, προέρχεται δηλαδή από εκείνη την περιοχή του κόσμου όπου τα υπό διαπραγμάτευση ζητήματα στην εφετινή Μπιενάλε παρουσιάζονται ιδιαίτερα οξυμμένα. Η έκθεση με τίτλο «Reporting from the Front» ασχολείται με το «μέτωπο» των κοινωνικών αναγκών διεθνώς, των συγκρούσεων πάνω στο θέμα της κατοικίας, των εύστοχων δημόσιων πρωτοβουλιών, της ορθής χρήσης των πόρων, της μετατροπής εν τέλει της σημερινής αρχιτεκτονικής σε κοινωνικό αγαθό. Με τον τρόπο αυτόν ο χιλιανός αρχιτέκτονας επεξεργάστηκε μια Μπιενάλε κομψή και ταυτόχρονα απέριττη, που αγκαλιάστηκε τόσο από τους κριτικούς όσο και από το ευρύτερο κοινό.
Η πολιτική συναντά τον λυρισμό
Ο Αραβένα είναι ένας προσγειωμένος και ιδιαίτερα προικισμένος αντιστάρ, ο οποίος, προσκαλώντας 88 συνολικά αρχιτέκτονες και γραφεία για τη δική του κεντρική έκθεση, συνέβαλε καθοριστικά ώστε η εφετινή Μπιενάλε να μην αποτελεί έκφραση μιας αντιπαθητικής «αισθητικοποίησης της ανάγκης» προσφιλούς σε πολλούς αρχιτέκτονες αλλά ούτε και έκφραση διαμαρτυρίας ή επιθετικής διεκδίκησης, δηλαδή μια «Μπιενάλε δίχως αρχιτεκτονική». Η εφετινή δεν είναι μια Μπιενάλε «ανθρωπιστική», μια Μπιενάλε «των φτωχών», αλλά μια Μπιενάλε λυρική και ταυτόχρονα πολιτική, γεμάτη από ιδέες, εμπειρίες και προτάσεις που ανοίγουν δρόμους, επεξεργάζονται δυνατότητες, ανιχνεύουν δημιουργικές ρηγματώσεις σε κάθε μήκος και πλάτος της υφηλίου, σε διαφορετικά οικονομικά και κοινωνικά περιβάλλοντα, υπερβαίνοντας συμβατικές και δεδομένες αντιλήψεις για το πώς και για ποιους σχεδιάζεται και παράγεται η αρχιτεκτονική. Μια Μπιενάλε της υλικότητας, των οικονομικών και ταυτόχρονα ευρηματικών μεθόδων κατασκευής, όπου δεσπόζει το πνεύμα του μεγάλου ουρουγουανού αρχιτέκτονα Ελάδιο Ντιέστε, δασκάλου των πλαστικών μορφών, των φτωχών υλικών και των ανειδίκευτων τοπικών συνεργείων. Ο αρχιτέκτονας, υποστηρίζει ο Aραβένα, δεν είναι ο θριαμβευτικός κατακτητής του χώρου αλλά κάποιος που αναδεικνύει τη βαρύτητα των προβλημάτων και χορηγεί ελπίδα για την ικανοποίηση των αναγκών. Παράλληλα, όπως επισήμανε και στη συνέντευξη Τύπου, δεν επιχειρείται εδώ το κυνήγι φαντασμάτων γιατί τα κτίρια-εικόνες στον αστικό χώρο έχουν και αυτά τη σημασία τους. Στην εφετινή Μπιενάλε προσκλήθηκαν διάσημοι αρχιτέκτονες στον βαθμό που είχαν κάτι να πουν, σε κάτι να συμβάλουν ως προς τον εφετινό προβληματισμό. Η σημαντικότερη ωστόσο επισήμανσή του αφορούσε το καθεστώς της σημερινής αρχιτεκτονικής που οφείλεται κατά κύριο λόγο όχι στους starchitects αλλά στη διεθνή πολιτική και οικονομική εξουσία, η οποία αποτελεί βασικό πελάτη και απαιτεί σχεδιαστικές υπηρεσίες αντίθετες στην κοινωνική αποστολή της αρχιτεκτονικής.
Λανθασμένη ελληνική εκπροσώπηση
Οι 65 εθνικές συμμετοχές κινήθηκαν στο ίδιο πνεύμα, με πιο ενδιαφέρουσες εκείνες των μεγάλων χωρών, κυρίως ευρωπαϊκών (όπως π.χ. της Γερμανίας), επειδή ακριβώς οι χώρες αυτές λόγω του μεγέθους τους έχουν τη δυνατότητα να δείξουν σχεδιαστικές μελέτες, προοπτικές υλοποίησης, οικιστικές και κοινωνικές πολιτικές, αντίθετα με πολλές μικρές χώρες που κατέφυγαν σε εγκεφαλικές και αφαιρετικές ασκήσεις χωρικής ταυτοποίησης του κοινωνικού προβληματισμού. Το βραβείο της καλύτερης εθνικής συμμετοχής πήγε εφέτος στην Ισπανία (μια παρουσία πάντα πληθωρική στην Μπιενάλε) για την ανάδειξη δημιουργικών μελετών νέων αρχιτεκτόνων που διαμορφώθηκαν με λιτά μέσα και σε αντίξοες χωρικές συνθήκες.
Το ελληνικό περίπτερο, αντίθετα, με τη «συζήτηση για την κρίση» αναλώθηκε στα «επί της διαδικασίας» και στο ιδεολόγημα της «συλλογικότητας» και οδηγήθηκε σε αδιέξοδο, συνεπές με την πορεία της ανάθεσης και υλοποίησης της εθνικής συμμετοχής. Μια εκπροσώπηση στρατηγικά λανθασμένη, δίχως θέμα και δίχως έκθεμα – και η οποία κατά συνέπεια δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη ακόμη και για βράβευση – παρά τις προσπάθειες της τελευταίας στιγμής κυρίως γυναικών αρχιτεκτόνων της νεότερης γενιάς, ώστε να σωθούν τα προσχήματα. Ας ελπίσουμε ότι η επόμενη συμμετοχή θα είναι, επιτέλους, μια νέα αρχή.
Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
Πηγή: http://www.tovima.gr/