Οι πιστοποιήσεις των αρχιτεκτονικών συστημάτων αλουμινίου αποτελούν ένα ιδιαίτερα κρίσιμο κεφάλαιο, χωρίς το οποίο είναι αδύνατη η εμπορική διακίνησή τους. Ως γνωστόν, η νομοθεσία απαγορεύει τη διακίνηση κουφωμάτων και λοιπών αρχιτεκτονικών συστημάτων χωρίς την ύπαρξη κάποιας πιστοποίησης, η οποία είναι απαραίτητη για την σήμανση CE των συστημάτων.
Τόσο οι ελληνικές όσο και οι ευρωπαϊκές εταιρείες, είναι αναγκασμένες εκ των πραγμάτων να πιστοποιούν τα κουφώματά τους, όχι μόνο λόγω του κανονιστικού πλαισίου που ισχύει για τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά πολύ περισσότερο λόγω των υψηλών προδιαγραφών που πλέον τίθενται στα οικοδομικά έργα ανά την Ευρώπη και τον κόσμο και του σκληρού ανταγωνισμού που οι επιχειρήσεις καλούνται να αντιμετωπίσουν. Στο άρθρο αυτό θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε σε βάθος τις πιστοποιήσεις θαλάμου. Με τον όρο αυτό, εννοούμε τις τρεις βασικές μετρήσεις που γίνονται σε ειδικά εξοπλισμένο θάλαμο δοκιμών, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να πραγματοποιεί μετρήσεις αεροστεγανότητας, υδατοστεγανότητας και αντοχής σε ανεμοπίεση.
Πρότυπα & μετρήσεις
Οι πλέον συνηθισμένες μετρήσεις που γίνονται σε κουφώματα (είτε ανοιγόμενα είτε συρόμενα) είναι αυτές της αεροστεγανότητας, υδατοστεγανότητας και αντοχής σε ανεμοπίεση. Αποτελούν τις πιο σημαντικές μετρήσεις, οι οποίες πρέπει να συνοδεύονται από επίσημο πιστοποιητικό κοινοποιημένου φορέα. Ως κοινοποιημένος φορέας νοείται πάντα κάποιος τρίτος φορέας ή ινστιτούτο πιστοποίησης το οποίο είναι αναγνωρισμένο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ως παράδειγμα, αναφέρουμε το ινστιτούτο IFT Rosenheim,στο οποίο πολλές εταιρείες απευθύνονται για τις πιστοποιήσεις των αρχιτεκτονικών τους συστημάτων. Μετρήσεις και δοκιμές που δεν φέρουν τη σφραγίδα κάποιου από τους κοινοποιημένους φορείς που είναι εγκεκριμένοι από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επίσημες και ως εκ τούτου δεν φέρουν την ιδιότητα της πιστοποίησης. Το γενικό πρότυπο που καλύπτει όλες τις μετρήσεις και δοκιμές που γίνονται σε κουφώματα και πόρτες, συμπεριλαμβανομένων και των τριών παραπάνω μετρήσεων (αεροστεγανότητα, υδατοστεγανότητα, αντοχή σε ανεμοπίεση) είναι το ΕΝ14351-1:2006.
Ειδικά για αυτές τις τρεις μετρήσεις που πραγματευόμαστε στο παρόν άρθρο, τα επιμέρους πρότυπα που κατηγοριοποιούν τα αποτελέσματα των μετρήσεων αυτών είναι ως κάτωθι:
• ΕΝ 12207 – Αεροστεγάνωση
• ΕΝ 12208 – Υδατοστεγάνωση
• ΕΝ 12210 – Αντοχή σε ανεμοπίεση
Έτσι σύμφωνα με αυτά τα επιμέρους πρότυπα, περιγράφονται επαρκώς οι κατηγοριοποιήσεις (κλάσεις) στις οποίες δύναται να καταταχτεί το εκάστοτε δοκιμασμένο σε θάλαμο κούφωμα σύμφωνα με τους πίνακες:
Ένα απόσπασμα πιστοποιητικού κοινοποιημένου φορέα με τα αντίστοιχα αποτελέσματα μετρήσεων και τις κατηγοριοποιήσεις αυτών παρουσιάζεται στη συνέχεια, κάτι το οποίο συνήθως βρίσκεται και στην πρώτη σελίδα του επίσημου πιστοποιητικού του εκάστοτε συστήματος:
Στη συνέχεια θα περιγράψουμε αναλυτικά την διαδικασία των μετρήσεων, οι οποίες ορίζονται από συγκεκριμένα πρότυπα δοκιμών, και τα οποία περιγράφουν με ακρίβεια την μεθοδολογία της μέτρησης του κάθε χαρακτηριστικού.
Μετρητικές διατάξεις
Προκειμένου να πραγματοποιηθούν μετρήσεις στα παραπάνω τρία χαρακτηριστικά (αεροστεγανότητα, υδατοστεγανότητα, αντοχή σε ανεμοπίεση), είναι απαραίτητη η ύπαρξη ειδικού θαλάμου δοκιμών, στον οποίο τοποθετείται το κούφωμα, έτοιμο μαζί με υάλωση, σφραγισμένο περιμετρικά στη διάταξη του θαλάμου ώστε να μην υπάρχουν διαρροές περιμετρικά του κουφώματος κατά την ένωσή του με τη διάταξη.
Ο λόγος που γίνεται αυτή η σφράγιση είναι διότι ο σκοπός είναι να μετρηθούν οι πραγματικές διαρροές του κουφώματος και όχι ενδεχόμενες διαρροές από την περίμετρο αυτού. Αυτό σημαίνει ότι η πιστοποίηση θεωρεί δεδομένο ότι έχει γίνει άριστη τοποθέτηση και περιμετρική σφράγιση του κουφώματος στο άνοιγμα του κτιρίου στο οποίο το κούφωμα πρόκειται να τοποθετηθεί.
Θάλαμος Δοκιμών
Ο θάλαμος δοκιμών συνδέεται με:1) ειδικό σύστημα κυκλοφορίας αέρα για την εφαρμογή των πιέσεων, 2) ειδικό υδραυλικό σύστημα για ρύθμιση της παροχής νερού και 3) σύστημα καπνού, το οποίο χρησιμοποιείται στην αρχή της κάθε μέτρησης προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχουν απώλειες στην περίμετρο του κουφώματος κατά την εφαρμογή του στο θάλαμο. Επιπλέον, υπάρχει ειδικό σύστημα με ευαίσθητους αισθητήρες, οι οποίοι χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της παραμόρφωσης των προφίλ κατά την εφαρμογή πιέσεων. Όλα τα παραπάνω συνδέονται ψηφιακά με ηλεκτρονικό υπολογιστή και ειδικό λογισμικό το οποίο ουσιαστικά «τρέχει» το πρότυπο δοκιμής και ορίζει αυτόματα τις ενέργειες του θαλάμου.
Αεροστεγάνωση πρότυπο δοκιμής ΕΝ1026
Η δοκιμή αεροστεγάνωσης είναι το πρώτο στη σειρά τεστ που πραγματοποιείται στο θάλαμο δοκιμών και ως σκοπό έχει να μετρήσει τις απώλειες αέρα διαμέσου του κουφώματος σε διάφορες συνθήκες πίεσης. Εδώ θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι συνθήκες πίεσης είναι ευθέως ανάλογες με την ταχύτητα του ανέμου, έτσι μεγάλες πιέσεις αντιστοιχούν σε μεγάλες ταχύτητες ανέμου. Ο παρακάτω πίνακας καταδεικνύει αυτή τη σχέση μεταξύ πίεσης και ταχύτητας ανέμου.
Το συγκεκριμένο πρότυπο δοκιμής για τη μέτρηση αεροστεγάνωσης υποβάλλει καταρχήν το κούφωμα σε 3 παλμούς πιέσεων της τάξης των 660Pa (επίπεδο τυφώνα 12 beaufort) και στη συνέχεια καταγράφει τις απώλειες αέρα διαμέσου του κουφώματος σε βήματα πιέσεων από τα 50Pa μέχρι και τα 600Pa.Οι πιέσεις αυτές ασκούνται και προς τις δύο διευθύνσεις (πίεση – υποπίεση), οι πιέσεις δε στις οποίες παίρνονται οι μετρήσεις είναι στα 50Pa, 100Pa, 150Pa, 200Pa, 250Pa, 300Pa, 450Pa, 600Pa.
Τα αποτελέσματα αποτυπώνονται σε ένα γράφημα στο οποίο υπάρχουν ήδη αποτυπωμένες κάποιες ευθείες γραμμές, οι οποίες δηλώνουν τις κατηγοριοποιήσεις (κλάσεις) σύμφωνα με το πρότυπο. Ανάλογα με τα αποτελέσματα των μετρήσεων, το κούφωμα κατηγοριοποιείται σε μια από τις τέσσερις κλάσεις (Κλάση 1, Κλάση 2, Κλάση 3, Κλάση 4) με την 4η κλάση να είναι η υψηλότερη δυνατή. Η κλάση αυτή αποτυπώνεται στο γράφημα ως η τελευταία κάτω γραμμή και εφόσον οι μετρήσεις του δοκιμασθέντος κουφώματος σε όλες τις πιέσεις αναφοράς βρίσκονται κάτω από αυτήν τη γραμμή, τότε και τότε μόνο το κούφωμα κατηγοριοποιείται στην κλάση αυτή. Αντίστοιχα, μεγαλύτερες απώλειες αέρα οδηγούν σε χειρότερες αποδόσεις, με αποτέλεσμα χαμηλότερες κλάσεις πιστοποίησης.
Αυτό που στην πράξη καταμετράται ως απώλεια αέρα διαμέσου του κουφώματος είναι τα m3 αέρα που διαφεύγουν από τους αρμούς του κουφώματος στις διάφορες πιέσεις ανά μονάδα χρόνου. Όπως γίνεται άμεσα κατανοητό όσο πιο «χαλαροί» είναι οι αρμοί ενός κουφώματος τόσο μεγαλύτερη ποσότητα αέρα διαφεύγει. Παράγοντες λοιπόν που μπορούν να βελτιώσουν την αεροστεγάνωση ενός κουφώματος είναι, καταρχήν, η ποιότητα και ο σχεδιασμός των ελαστικών που χρησιμοποιούνται, αλλά και γενικότερα ο όλος σχεδιασμός του συστήματος και των συναρμογών του στα σημεία κλεισίματος, τα οποία είναι και τα πιο επιρρεπή σε απώλειες αέρα.
Αντοχή σε ανεμοπίεση – Πρότυπο δοκιμής ΕΝ 12211
Η δεύτερη δοκιμή που γίνεται στη σειρά είναι αυτή της αντοχής σε ανεμοπίεση. Αποτελεί μια άκρως απαραίτητη δοκιμή και αυτή είναι που καθορίζει ουσιαστικά τη στατική αντοχή και στιβαρότητα του συστήματος σε υποβολή ανεμοπιέσεων. Δεν είναι τυχαίο που σε χώρες όπου υπάρχουν έντονα καιρικά φαινόμενα με υψηλούς ανέμους και τυφώνες, το χαρακτηριστικό αυτό είναι από τα πρώτα που ενδιαφέρουν τον τελικό πελάτη ή τον επενδυτή.
Αυτό που στην πράξη καταγράφεται στη συγκεκριμένη δοκιμή είναι το βέλος κάμψης (παραμόρφωση σε χιλιοστά) που εμφανίζεται στο πιο ασθενές στοιχείο του κουφώματος. Σε ένα συρόμενο κούφωμα δύο φύλλων επαλλήλων όταν αυτό βρίσκεται σε κλειστή θέση, ως πιο ασθενές σημείο θεωρείται η κατακόρυφη ένωση των δύο φύλλων στο κέντρο (επαλληλία) και σε αυτό το στοιχείο μετριέται η παραμόρφωση.
Αντίστοιχα σε ένα ανοιγόμενο σύστημα το οποίο διαθέτει κάποιο σταθερό τμήμα, ως πιο ασθενές σημείο θεωρείται το χώρισμα (ταφ) το οποίο διαχωρίζει το ανοιγόμενο από το σταθερό τμήμα.
Κατά το πρότυπο αυτής της δοκιμής, ο πελάτης καλείται να επιλέξει προκαταβολικά σε ποια κατηγορία επιθυμεί να δοκιμαστεί το κούφωμά του. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει προκαταβολικά να γνωρίζουμε περίπου τι αντοχή πρέπει να περιμένουμε από το συγκεκριμένο δείγμα που σκοπεύουμε να πιστοποιήσουμε. Αυτό γίνεται με κάποια θεωρητικά μοντέλα, μέσω των οποίων οι εταιρείες αρχιτεκτονικών συστημάτων έχουν τη δυνατότητα να προσεγγίσουν με σχετικά καλή ακρίβεια την τελική παραμόρφωση που θα προκύψει από τη μέτρηση.
Οι κατηγορίες κατάταξης σε αυτήν τη δοκιμή είναι συνολικά πέντε. Η πρώτη κατηγορία εξετάζει την παραμόρφωση σε μια πίεση της τάξης των 400Pa (10 Beaufort),ενώ η πέμπτη κατηγορία που είναι και η υψηλότερη εξετάζει την παραμόρφωση των προφίλ στην πίεση των 2000Pa (15Beaufort,ταχύτητα ανέμου άνω των 200km/h). Βέβαια, σύμφωνα με το πρότυπο ΕΝ 14351 υπάρχουν και υψηλότερες κατηγορίες αντοχής ανεμοπίεσης από την κλάση 5, αλλά είναι αρκετά σπάνιο να ζητηθεί κλάση ανώτερη από αυτή.
Μια δεύτερη επιλογή που πρέπει να κάνει ο πελάτης προκαταβολικά είναι το μοντέλο με βάση το οποίο θα υπολογιστεί το μέγιστο επιτρεπόμενο βέλος κάμψης παραμόρφωσης. Η επιλογή είναι μεταξύ Α, Β, C. Το C είναι το πιο απαιτητικό μοντέλο, διότι δίνει μικρότερο μέγιστο επιτρεπόμενο βέλος κάμψης, ενώ το Α είναι το πιο «χαλαρό» μοντέλο και δίνει το μεγαλύτερο μέγιστο επιτρεπόμενο βέλος κάμψης.
Ένα πιστοποιητικό λοιπόν με κατάταξη C5 είναι το καλύτερο δυνατό, ενώ ένα πιστοποιητικό με κατάταξη Α1 είναι το χειρότερο δυνατό. Οι μετρήσεις των εταιρειών συστημάτων συνήθως επιλέγουν το μοντέλο C και Β.
Εφόσον λοιπόν έχουν επιλεγεί η κλάση (από 1 έως 5) και το μοντέλο (Α, Β, ή C) στο οποίο ο πελάτης θέλει να διεξαχθεί η μέτρηση, η δοκιμή ξεκινά με την εφαρμογή 3 παλμών πιέσεως της τάξης των ±2.000Pa(εφόσον έχει επιλεγεί η κλάση 5) ή ±1.600Pa (εφόσον έχει επιλεχθεί η κλάση 4) κ.ο.κ. Να σημειωθεί σε αυτό το σημείο, ότι οι παλμοί αυτοί ασκούνται και ως πίεση και ως υποπίεση.
Ταυτόχρονα μια ειδική διάταξη με μικροαισθητήρες καταγράφει την παραμόρφωση του προφίλ. Αυτή πρέπει πάντα να βρίσκεται εντός των ορίων του μοντέλου που έχει επιλέξει ο πελάτης.
Παραδείγματος χάριν, αν έχει επιλεγεί το μοντέλο C και η κλάση 5, και το δοκιμαζόμενο κούφωμα είναι συρόμενο επάλληλο ύψους 2,5m, αυτό σημαίνει ότι το μέγιστο επιτρεπόμενο βέλος κάμψης στο σημείο της επαλληλίας δεν πρέπει να υπερβαίνει σε χιλιοστά τα 2500/300 = 8,3mm. Εφόσον η πραγματική παραμόρφωση που προκύπτει μέσω των μετρήσεων της ειδικής διάταξης δεν υπερβαίνει αυτό το όριο στην πίεση των 2.000Pa, το κούφωμα έχει τις προδιαγραφές να καταταχτεί στην κλάση C5.
Όμως, καθότι το τεστ αντοχής σε ανεμοπίεση είναι πολύ απαιτητικό και κρίσιμο, οι μετρήσεις συνεχίζονται και δε σταματούν εκεί. Για παράδειγμα, το κούφωμα πρέπει να καταπονηθεί στην πίεση των 1000Pa (εφόσον έχουμε επιλέξει την κλάση 5) συνολικά 50 φορές σε θετική και αρνητική πίεση. Αυτό το τεστ προσομοιώνει ουσιαστικά τη λειτουργία του κουφώματος σε ένα βάθος χρόνου περίπου 10 ετών χρήσης.
Στη συνέχεια, το δείγμα ελέγχεται για τυχόν ορατές ζημιές ή μεταβολές στη λειτουργία του και επαναλαμβάνεται η πρώτη δοκιμή αεροστεγάνωσης που είχε ήδη γίνει αρχικά. Ο λόγος που γίνεται αυτό είναι για να εξακριβωθεί ότι το κούφωμα ακόμη και μετά την καταπόνησή του, εξακολουθεί να παρέχει τις ίδιες επιδόσεις όσον αφορά στην αεροστεγάνωση. Σε αυτό το σημείο επιτρέπεται μια απόκλιση από τις αρχικές μετρήσεις της τάξης του 20%. Αν δεν πληρούνται όλες οι παραπάνω προϋποθέσεις, η δοκιμή θα πρέπει να επαναληφθεί εξαρχής.
Συνεπώς, γίνεται αντιληπτό πόσο απαιτητικός είναι ο συγκεκριμένος έλεγχος, διότι η καταπόνηση που δέχεται το εξεταζόμενο δείγμα είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Από τη στιγμή που ολοκληρώνεται και αυτή η μέτρηση της αντοχής σε ανεμοπίεση, ακολουθεί η τρίτη και τελευταία μέτρηση θαλάμου, η μέτρηση υδατοστεγάνωσης.
Υδατοστεγάνωση – Πρότυπο δοκιμής ΕΝ 1027
Η δοκιμή έχει ως στόχο να μετρήσει το κατά πόσο το κούφωμα είναι διαπερατό από τα βρόχινα ύδατα. Η διαδικασία περιλαμβάνει την ταυτόχρονη καταβροχή του δείγματος με την επιβολή πιέσεων. Με αυτόν τον τρόπο προσομοιώνονται καιρικές συνθήκες βροχής και αέρα ταυτόχρονα. Το εξεταζόμενο δείγμα κατατάσσεται σε κατηγορίες ανάλογα με το χρονικό σημείο στο οποίο εμφανίστηκαν σταγόνες νερού από την εσωτερική πλευρά του κουφώματος, δηλαδή κατά προσομοίωση του χρονικού σημείου στο οποίο το κούφωμα υπερχείλισε μέσα στο χώρο της οικίας όπου τελικά πρόκειται να τοποθετηθεί.
Η δοκιμή αυτή απαιτεί επίσης από τον πελάτη να επιλέξει με βάση ποιο μοντέλο θα γίνει η διαδικασία της διαβροχής (Α ή Β). Το μοντέλο Α προσομοιώνει τη διαβροχή του κουφώματος σε απροστάτευτο δείγμα, πλήρως εκτεθειμένο στις καιρικές συνθήκες, ενώ το μοντέλο Β σε μερικώς εκτεθειμένο κούφωμα, υπονοώντας την ύπαρξη κάποιου στεγάστρου ή μπαλκονιού στο άνω σημείο.
Η διαδικασία ξεκινά με τη διαβροχή του δείγματος σε μηδενική πίεση (νηνεμία) για διάστημα 15 λεπτών. Απαραίτητη προϋπόθεση για να συνεχίσει η δοκιμή είναι να μην υπάρξει εισροή ύδατος στον εσωτερικό χώρο σε αυτά τα 15 λεπτά. Αν υπάρξει διαρροή η δοκιμή σταματά και το τεστ υδατοστεγάνωσης ουσιαστικά έχει αποτύχει. Σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι δυνατή ή έκδοση πιστοποιητικού για αυτό το χαρακτηριστικό.
Μετά την πάροδο των 15 λεπτών και εφόσον η δοκιμή δεν έχει αποτύχει, η διαβροχή συνεχίζεται με την επιβολή αυξανόμενων πιέσεων ανά πέντε λεπτά σύμφωνα με τον πίνακα κατηγοριοποίησης υδατοστεγάνωσης που παρουσιάστηκε παραπάνω. Αυτό που εξετάζεται είναι σε ποιο ακριβώς χρονικό σημείο θα εμφανιστεί εισροή ύδατος στον εσωτερικό χώρο. Μόλις αυτό συμβεί, τότε το κούφωμα κατατάσσεται στην αμέσως προηγούμενη κατηγορία.
Έτσι για παράδειγμα αν το κούφωμα εμφανίσει διαρροή ύδατος στα 600Pa (11 Beaufort), τότε θα κατηγοριοποιηθεί στην αμέσως προηγούμενη κλάση των 450Pa, δηλαδή θα φέρει την κλάση 8Α. Οι πιέσεις μπορούν να αυξηθούν και πέρα των 600Pa, ανά βήματα των 150Pa και με χρονική διάρκεια 5 λεπτών ανά βήμα. Έτσι οι πιέσεις αναφοράς άνω των 600Pa θα είναι 750Pa, 900Pa, 1050Pa, 1200Pa, 1350Pa, 1500Pa, 1650Pa, κ.ο.κ. Κατηγοριοποιήσεις άνω των 600Pa φέρουν τη σήμανση Εxxxx, ως ειδικές κατηγορίες υδατοστεγάνωσης. Έτσι ένα κούφωμα που εμφάνισε εισροή υδάτων στα 1500Pa, κατηγοριοποιείται στην κλάση των 1350Pa και φέρει τη σήμανση της κλάσης Ε1350.
Όπως γίνεται κατανοητό οι συνθήκες της δοκιμής είναι αρκετά ακραίες. Η διαβροχή είναι συνεχής και η ποσότητα του νερού που προσκρούει απευθείας πάνω στο κούφωμα είναι μεγάλη, της τάξης των 2lt/m2 ανά λεπτό. Για να γίνει περισσότερο κατανοητό, αν θεωρήσουμε ως παράδειγμα μια τυπική δίφυλλη μπαλκονόπορτα διαστάσεων 1,8m πλάτους και 2,3m ύψους, αυτό σημαίνει ότι σε ένα λεπτό θα δεχθεί απευθείας περί τα 8 λίτρα νερού. Έχοντας και τον παράγοντα της πίεσης που ασκείται πάνω στο κούφωμα, οι συνθήκες γίνονται πολύ δυσχερείς για το κούφωμα. Ένα κούφωμα των παραπάνω διαστάσεων που έχει κατηγοριοποιηθεί στην κλάση υδατοστεγάνωσης Ε1350, σημαίνει ότι έχει αντέξει 80 λεπτά συνεχούς διαβροχής σε συνεχώς αυξανόμενες συνθήκες πίεσης, δηλαδή έχει αντέξει συνολικά σε απευθείας πρόσπτωση βροχής συνολικής ποσότητας 656 λίτρων νερού χωρίς να εμφανίσει διαρροή!
Τεστ ασφαλείας
Τέλος, η δοκιμή κλείνει με το τεστ ασφαλείας. Το συγκεκριμένο τεστ είναι το τελευταίο στη σειρά και αποκαλείται και καταστροφικός έλεγχος. Σκοπός του είναι να καταπονήσει το δείγμα σε ακόμα μεγαλύτερες πιέσεις από αυτές που ασκήθηκαν στη δοκιμή της αντοχής σε ανεμοπίεση για να διαπιστωθεί πιθανή εκτόξευση θραυσμάτων στον εσωτερικό χώρο. Η πίεση στην οποία γίνεται αυτή η δοκιμή εξαρτάται από την κλάση της αντοχής σε ανεμοπίεση στην οποία ο πελάτης επέλεξε να γίνει η δοκιμή και είναι πάντα 50% υψηλότερη.
Έτσι για παράδειγμα, αν η δοκιμή της αντοχής σε ανεμοπίεση έγινε στα 2000Pa (Κλάση 5), τότε το τεστ ασφαλείας θα γίνει στα 3000Pa. Η πίεση αυτή εφαρμόζεται μια φορά για 7 δευτερόλεπτα και εξετάζεται η τυχόν εκτόξευση οποιουδήποτε θραύσματος στον εσωτερικό χώρο. Μόνο όταν κλείσει επιτυχώς και αυτή η δοκιμή, θεωρείται επιτυχημένος ο έλεγχος του κουφώματος και τότε μόνο μπορεί να εκδοθεί το πιστοποιητικό.
Οι τρεις συγκεκριμένες πιστοποιήσεις που αναλύθηκαν είναι οι πλέον βασικές που ένα αρχιτεκτονικό σύστημα οφείλει να περιλαμβάνει. Η διάρκεια όλων των παραπάνω δοκιμών διαρκεί γύρω στις 4 με 5 ώρες. Εκτός από αυτές τις βασικές πιστοποιήσεις υπάρχουν βέβαια και πάρα πολλές άλλες ακόμη, κάποιες από τις οποίες είναι επίσης σημαντικές και πολλές φορές απαραίτητες σε προδιαγραφές ορισμένων έργων (π.χ. πιστοποίηση αντιδιάρρηξης, ή πιστοποίηση κρούσης) και κάποιες άλλες που μπορεί να ζητούνται κατά περίπτωση.
Αυτό που πρέπει επίσης να τονιστεί είναι ότι η κάθε χώρα μπορεί να επιβάλει τις δικές της απαιτήσεις πιστοποίησης, πέραν του ελάχιστου που ορίζεται από την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία περί σήμανσης κουφωμάτων (CE) και η οποία προϋποθέτει την υποχρεωτική αναγραφή ενός τουλάχιστον χαρακτηριστικού. Για την Ελλάδα αυτό το χαρακτηριστικό έχει επιλεχθεί να είναι η θερμομόνωση (Uw). Δεν ισχύει όμως το ίδιο για όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς κάθε χώρα επιβάλει τα δικά της υποχρεωτικά πιστοποιημένα χαρακτηριστικά, τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις είναι και παραπάνω από ένα.