Στα 25 δισ. ευρώ ετησίως ανέρχεται το κόστος της ενέργειας στην Ελλάδα, ποσό που αποτελεί πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ της, από ό,τι το αντίστοιχο της ενεργοβόρου -λόγω εξαγωγών- Γερμανίας. Μιλώντας πρόσφατα σε ημερίδα του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου για το βιοαέριο, ο πρόεδρος του Δ.Σ. του ΚΑΠΕ, Βασίλειος Τσολακίδης τόνισε: «Η συνολική κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας στην Ελλάδα ακολούθησε μεν πτωτική πορεία στη διάρκεια της κρίσης, αλλά εξακολουθεί να είναι πάρα πολύ υψηλή σε σχέση με άλλες χώρες. Παρέμεινε στους 2,1 τόνους ισοδύναμου πετρελαίου (ΤΙΠ)/ άτομο, όταν π.χ., στη Γερμανία είναι στους 3,7 ΤΙΠ. Προ κρίσης ήταν 2,7 ΤΙΠ. Το κόστος είναι πάρα πολύ υψηλό για την εθνική οικονομία, δεδομένου ιδίως ότι περίπου το 45% αυτού του κόστους είναι φόροι. Κάθε Έλληνας πολίτης πληρώνει αναλογικά περίπου 1200 ευρώ ετησίως από φόρους που προκύπτουν από την κατανάλωση ενέργειας, όταν το αντίστοιχο ποσό για τον Γερμανό είναι 550 ευρώ. Φανταστείτε πόσο μεγάλο εμπόδιο για την ανάπτυξη είναι το φορολογικό κόστος της ενέργειας». Ο Β. Τσολακίδης επεσήμανε την αναγκαιότητα της μείωσης του ενεργειακού κόστους της Ελλάδας, μέσω του περιορισμού των εισαγωγών ενεργειακών προϊόντων (κυρίως καυσίμων), της μείωσης της φορολογίας στην ενέργεια και της αντικατάστασης των ορυκτών πρώτων υλών με ανανεώσιμες (ΑΠΕ). Πάντως, πρόσθεσε, παρά τη βαθιά κρίση, η Ελλάδα κατόρθωσε τα τελευταία χρόνια να αυξήσει το ποσοστό διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό της ισοζύγιο, οι οποίες κατάφεραν να φέρουν επενδύσεις της τάξης των 8 δισ. ευρώ μέσα στην κρίση. Όσον αφορά το βιοαέριο, σημείωσε ότι η αναμενόμενη συνεισφορά του -μαζί με τη βιομάζα- για την επίτευξη των δεσμευτικών στόχων του 2020, έχει υπολογιστεί στα 250 MW. «Η ΡΑΕ μέχρι σήμερα έχει χορηγήσει 46 άδειες, ισχύος 146 ΜW για σταθμούς βιοαερίου και άλλες 37 σε μονάδες βιομάζας για 295ΜW με τεχνολογίες καύσης. Ωστόσο, η υλοποίηση ακόμη και αδειοδοτημένων επενδύσεων παρεμποδίζεται κυρίως από το ανεπαρκές και προβληματικό θεσμικό.