O γερμανικός όμιλος Siemens ανακοίνωσε την Πέμπτη 7/5 ότι καταργεί άλλες 4.500 θέσεις εργασίας στον κόσμο, από τις οποίες οι 2.200 στη Γερμανία, πέραν της κατάργησης ήδη 7.800 θέσεων στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης που είχε ανακοινωθεί πριν από ένα χρόνο.
Ο όμιλος ο οποίος ξεκίνησε πρόγραμμα για την αποκατάσταση της κερδοφορίας του, λαμβάνοντας μέτρα μεταξύ άλλων, για τη μείωση των δαπανών και εφαρμόζοντας αναδιάρθρωση του τεράστιου χαρτοφυλακίου δραστηριοτήτων του, αποφάσισε πρόσθετα μέτρα για να δραστηριοποιηθεί στην ενέργεια και το φυσικό αέριο, τομείς όπου οι εμπορικές λειτουργίες θα ενοποιηθούν, όπως και σε διάφορες υπηρεσίες που επί μακρόν παρουσιάζουν μικρή κερδοφορία.
Οι 7.800 περικοπές θέσεων εργασίας που έχουν ήδη ανακοινωθεί, με τις 2.900 στη Γερμανία, αφορούν τις διοικητικές υπηρεσίες και τα γενικά έξοδα.
“Ένα χρόνο μετά την παρουσίαση του προγράμματός της ‘Vision 2020’, η Siemens είναι σε καλό δρόμο για την υλοποίησή του με στόχο την επανευθυγράμμιση του ομίλου”, σύμφωνα με την ανακοίνωση.
Ο όμιλος του Μονάχου, ο οποίος απασχολεί περισσότερους από 300.000 εργαζόμενους συνολικά, προέβη στην ανακοίνωση αυτή παράλληλα με τη δημοσίευση των οικονομικών αποτελεσμάτων του για το δεύτερο τρίμηνο του οικονομικού έτους 2014/2015, κατά το οποίο τα καθαρά κέρδη του υπερτριπλασιάστηκαν σε 3,91 δισεκατομμύρια ευρώ, χάρη στα κέρδη από την εκχώρηση των δραστηριοτήτων της στα ακουστικά βαρηκοΐας και τις ηλεκτρικές οικιακές συσκευές.
Λαμβάνοντας υπόψη μόνο τις δραστηριότητες που ο όμιλος συνέχισε, τα καθαρά κέρδη αυξήθηκαν κατά 77% σε 1,997 δισεκατομμύριο ευρώ, όπως ανέμεναν οι αναλυτές που ερωτήθηκαν από τον πάροχο χρηματοοικονομικών υπηρεσιών FactSet.
Ο κύκλος εργασιών του β΄3μήνου αυξήθηκε κατά 8% σε 18,05 δισεκατομμύρια ευρώ και οι παραγγελίες κατά 16% σε 20,7 δισεκατομμύρια, κυρίως χάρη σε μεγάλες παραγγελίες στον τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών.
Η Siemens επιβεβαίωσε τις προβλέψεις της για το οικονομικό έτος 2014/2015, που άρχισε τον Οκτώβριο, δηλαδή έναν σταθερό κύκλο εργασιών, αύξηση τουλάχιστον 15% στα κέρδη ανά μετοχή και ένα περιθώριο κέρδους στη βιομηχανική δραστηριότητά της να κυμαίνεται μεταξύ 10% και 11%.